Η ενοχή δεν είναι μόνο μία λέξη θηλυκού γένους από άποψη γραμματικής. Είναι και μία λέξη η οποία μαστίζει τον γυναικείο πληθυσμό, καθώς υπάρχει καθημερινά στο λεξιλόγιό τους.
Αυτό προκύπτει από το γεγονός πως οι γυναίκες καθημερινά παίζουν άπειρους ρόλους και καλούνται να φέρουν εις πέρας πολλές διαφορετικές ιδιότητες.
Πρέπει να είναι επαγγελματίες, νοικοκυρές, παιδιά των δικών τους γονιών, γονείς των δικών τους παιδιών, σύντροφοι, φίλες. Με αποτέλεσμα, να αισθάνονται ουκ ολίγες φορές απόλυτα εξουθενωμένες, γεμάτες παράπονα και ενοχές. Διότι δε γνωρίζουν ποιον να φροντίσουν πρωτίστως. Μέσα σε αυτή τους την προσπάθεια, χάνουν και ξεχνάνε τελείως τον εαυτό τους.
Η ενοχή είναι έτοιμη να ξεπηδήσει από κάθε μικρή αφορμή και ασήμαντο γεγονός: από το περισσότερο αλάτι που έπεσε στο φαγητό, μέχρι το γεγονός πως ήμουν πιεσμένη στη δουλειά και δεν πήρα τηλέφωνο τη μητέρα μου. Είναι πάντοτε εκεί, έτοιμη να με επικρίνει για τα λάθη μου, να υπογραμμίσει τα στραβά μου, να μου υπενθυμίσει πόσο λίγη είμαι απέναντι στις υπάρχουσες συνθήκες.
Θες να γίνεις η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου; Δες εδώ
Από πού προέρχεται η ενοχή;
Η διάσταση όμως αυτού του προβλήματος, έχει και κοινωνικές ρίζες. Ας μη σπεύσει κάποιος να πει πως στις ημέρες μας η ισότητα των δύο φύλων έχει επιτευχθεί, διότι θα του πω πως η γυναίκα υφίσταται ακόμα πλήθος διακρίσεων. Από το τι χρώμα μπλουζάκι θα φοράει το μωρό, μέχρι ποια θα πρέπει να μάθει τις οικιακές εργασίες, πόσο υποτακτικός πρέπει να είναι ο ρόλος της.
Ακόμα και στην εργασία υπάρχει διαχωρισμός: οι γυναίκες υπάρχουν πάντοτε με μικρότερο αριθμό ως στελέχη εταιριών με τους άνδρες να κατέχουν περισσότερο ηγετικές θέσεις.
Η γυναίκα μαθαίνει από μικρή ηλικία, πως είναι μόνιμη ευθύνη της να προσφέρει τα πάντα στους άλλους, να προσφέρει τον εαυτό της δίχως μέτρο στους άλλους.
Κάθε εκδήλωση αγάπης και σεβασμού προς τον εαυτό της θεωρείται αυτόματα εγωιστική πράξη, καθώς της αποσπά έστω για λίγο το ενδιαφέρον από το άλλο πρόσωπο που θα έπρεπε να φροντίζει. Η κούραση και το αίσθημα της δυσαρέσκειας δε λαμβάνονται υπόψη, επειδή εκείνη είναι μία ακούραστη μηχανή παραγωγής έργου, είναι ευθύνη της να προσφέρει πάντα.
Η ίδια η κοινωνία μας δεν αναγνωρίζει την τεράστια προσφορά της γυναίκας στις εργασίες του σπιτιού και δεν τη στηρίζει σε αυτό ούτε οικονομικά αλλά και ούτε ηθικά, καθώς θεωρείται “υποχρεωμένη”.
Αυτή η υπάρχουσα κατάσταση με την ακόμα επιβαρυντική πεποίθηση πως η γυναίκα πρέπει να είναι πάντοτε νέα, φρέσκια, όμορφη και σεξουαλικά διαθέσιμη, με συνέπεια εκείνη να εξουθενώνεται.
Τι μπορεί να γίνει;
Το ερώτημα είναι: θα μπορούσε να αλλάξει αυτή η κατάσταση;
Η απάντηση είναι πως θα μπορούσε να αλλάξει αν άλλαζε αυτή η νοοτροπία της αντίληψης για τη γυναίκα που πρέπει πάντοτε αγόγγυστα να προσφέρει, δίχως να έχει ποτέ χρόνο για εκείνη.
Αν μαθαίναμε πως η γυναίκα είναι μία οντότητα που εκτός από σύντροφος παιδί, μητέρα ή οτιδήποτε άλλο, πρέπει να αξιοποιήσει και τη δική της προσωπικότητα, καλλιεργώντας και αναδεικνύοντας τις δεξιότητές της. Η ίδια η γυναίκα δε μαθαίνει από νωρίς να βάζει όρια, καθώς έχει πιστέψει πως είναι ο σκοπός της στη ζωή η ανεξάντλητη προσφορά στους άλλους. Δεν προσπαθεί να αλλάξει, καθώς θεωρεί πως αυτό είναι το σωστό.
Η ίδια η νομοθεσία θα μπορούσε (και θα έπρεπε) να αναδείξει και το ρόλο του πατέρα στην ανατροφή των παιδιών, σταματώντας να επιρρίπτει όλες τις ευθύνες για τη σωστή τους ανατροφή αποκλειστικά και μόνο στη μητέρα.
Αν η ίδια η νομοθεσία στήριζε περισσότερο τις εργαζόμενες μητέρες με βοήθεια και ψυχολογική υποστήριξη, ακόμα και αυτό θα ήταν χρήσιμο.
Οι γυναίκες, όπως και ο κάθε άνθρωπος, δεν είναι μία ανεξάντλητη πηγή προσφοράς. Είναι άνθρωποι με τις δικές τους ανάγκες, τα δικά τους όρια και τις δικές τους αντοχές, γεγονός που πρέπει όλοι οι υπόλοιποι να αποδέχονται και να σέβονται.
Αγαπώντας και αφιερώνοντας χρόνο σε εμένα, θα καταφέρω να δημιουργήσω μία υγιή σχέση με αυτό που είμαι και αυτό θα το μεταφέρω και στις σχέσεις μου με τους άλλους.